μετάξι

μετάξι
Πολύτιμη στιλπνή υφαντική ίνα, ζωικής προέλευσης, που παράγεται από την προνύμφη (μεταξοσκώληκας) του λεπιδοπτέρου Bombyx mori. Η επεξεργασία του μ. που έχει ως σκοπό την κατασκευή όσο το δυνατόν πιο ομοιόμορφης κλωστής από τα κουκούλια, πραγματοποιείται σε ειδικές εγκαταστάσεις που ονομάζονται μεταξοκλωστήρια. Τα κουκούλια υποβάλλονται σε μια πρώτη διαλογή προκειμένου vα αφαιρεθούν τα ελαττωματικά. Πριν από τη μεταμόρφωση της χρυσαλλίδας σε έντομο, τα κουκούλια, αφού απαλλαγούν από το εξωτερικό τους περίβλημα (το γνάφαλο), τοποθετούνται για 16-18 ώρες σε ειδικούς κλιβάνους αποξήρανσης. Η παραμονή τους σε αυτούς τους κλιβάνους προκαλεί τον θάνατο της χρυσαλλίδας και την αποβολή της υγρασίας, διαδικασία μέσω της οποίας διασφαλίζεται η μακρόχρονη διατήρηση των κουκουλιών. Στη συνέχεια τα αποξηραμένα κουκούλια υποβάλλονται σε κοσκίνισμα, για να αποβληθεί το εναπομείναν γνάφαλο, ενώ σε μια δεύτερη διαλογή, ανάλογα με το μέγεθός τους, κατατάσσονται σε τρεις κατηγορίες: μικρά, μεσαία και μεγάλα. Τα κουκούλια κάθε κατηγορίας νηματοποιούνται χωριστά, γιατί όσο πιο μικρό είναι το κουκούλι, τόσο πιο μικρή είναι και η διάμετρος του οπού, που προέρχεται από αυτό. Στη συνέχεια, διαποτίζονται με ζεστό νερό για να μαλακώσει το εξωτερικό κομμιώδες περίβλημά τους, διαδικασία που διευκολύνει την εξαγωγή του οπού. Μετά το διαπότισμα ακολουθεί το βούρτσισμα, το οποίο χρησιμεύει στην ανεύρεση της άκρης του οπού και στην απαλλαγή του κουκουλιού από το εξωτερικό χνούδι. Το βούρτσισμα, διεξάγεται σε ειδικά μηχανήματα, που αποτελούνται από μια μεγάλη στρογγυλή ψήκτρα, με εναλλασσόμενη περιστροφική κίνηση, η οποία ανασηκώνει τις άκρες της κλωστής από τα κουκούλια που επιπλέουν στο ζεστό νερό. Αφού πιαστούν οι άκρες των κλωστών, τα κουκούλια περιστρέφονται, ώσπου να αρχίσουν να ξετυλίγονται χωρίς δυσκολία. Οι οποί που λαμβάνονται σε αυτή την πρώτη φάση (καθάρισμα) διαχωρίζονται και χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία υπολειμμάτων του μ. Μετά το καθάρισμα ξεκινά η εκτύλιξη του οπού. Τα κουκούλια μεταφέρονται σε ειδικές μικρές λεκάνες και αφού συνενωθούν δύο ή και περισσότεροι οποί –ανάλογα με τη διάμετρο του νήματος που επιδιώκεται να κατασκευαστεί– ξετυλίγονται. Πρόκειται για μια πολύ λεπτή εργασία, γιατί η διάμετρος του οπού δεν είναι ομοιόμορφη από την αρχή μέχρι το τέλος του κουκουλιού (η διαφορά διαμέτρου μπορεί να φτάσει μέχρι και το 50%)· απαιτείται, λοιπόν, από το προσωπικό, ο συνεχής έλεγχος του ξετυλίγματος και της συνένωσης των οπών, προκειμένου να σχηματίζεται όσο το δυνατόν πιο ομοιόμορφο νήμα. Το νήμα, αφού πρώτα περιστραφεί, συγκεντρώνεται σε τυλιγάδια (πηνιστήρες), με ελικοειδή περιέλιξη, για να μην κολλήσουν τα βρεγμένα νήματα μεταξύ τους. Τα τυλιγάδια τοποθετούνται κατά κανόνα σε ειδικά κλειστά και θερμαινόμενα κιβώτια για να στεγνώσουν τα νήματα. Το στεγνό νήμα, αφού αφαιρεθούν τα πιο ελαττωματικά και ακάθαρτα τμήματά του, τυλίγεται σε κουβάρια και διοχετεύεται στο εμπόριο ως ακατέργαστο μ. ή ωμό μ. Το ακατέργαστο μ. αποτελείται κατά 60 -70% από φιβροΐνη, η οποία είναι μία πρωτεΐνη λευκού χρώματος, κατά 20-22% από μια άλλη πρωτεΐνη, τη σηρικίνη και κατά το υπόλοιπο από κομμιώδεις, χρωστικές και ορυκτές ύλες. Το ακατέργαστο μ. είναι ιδιαίτερα υγροσκοπικό (μπορεί vα απορροφήσει έως 20-25% νερό), ενώ όταν καίγεται αναδύει μυρωδιά φλεγόμενου κεράτου. Ανάλογα με τα διάφορα χαρακτηριστικά τους (διάμετρος του οπού, ανθεκτικότητα, ελαστικότητα, ομοιομορφία νήματος κλπ.), το μ. κατατάσσεται στις εξής κατηγορίες: 1) μάρκας ή exquis· 2) έξτρα· 3) κλασικό· 4) βασιλικό· 5) μισο-βασιλικό· 6) ρεαλίνα και 7) σκάρτο. Το ακατέργαστο μ. μπορεί να χρησιμοποιηθεί απευθείας για την κατασκευή υφασμάτων, γενικά όμως, πριν αποσταλεί για ύφανση, υποβάλλεται και σε άλλες επεξεργασίες, με σκοπό την κατασκευή πιο ομοιόμορφου και ανθεκτικού νήματος. Η σειρά αυτών των επεξεργασιών ξεκινά με την εμβάπτιση του ακατέργαστου μ. σε ζεστή σαπουνάδα (ψήσιμο)· στη συνέχεια, αφαιρούνται η σηρικίνη και οι ακαθαρσίες, οπότε το μ. χάνει το 10-25% του βάρους του. Μερικές φορές, για να αντισταθμιστεί αυτή η απώλεια βάρους, καταφεύγουν στη φόρτιση του μ., που συνίσταται στην απορρόφηση από την ίνα ορυκτών και οργανικών ουσιών. Το πολύ φορτισμένο μ. χάνει την ανθεκτικότητα του και φθείρεται πολύ εύκολα. Μετά το ψήσιμο, το μ. ξετυλίγεται από τα κουβάρια και μαζεύεται σε μασούρια (μασούρισμα), τα οποία ξετυλίγονται και αυτά με τα σειρά τους για να συγκεντρωθεί το μ. σε άλλα μασούρια (ξαναμασούρισμα). Κατά την τελευταία αυτή επεξεργασία, το νήμα διαπερνά μια στενή σχισμή για να εξαλειφθούν οι κόμποι, τα εξογκώματα κλπ. Αφού ολοκληρωθεί το πρώτο στρίψιμο, το νήμα υποβάλλεται στο ζευγάρωμα, εργασία που συνίσταται στη συνένωση δύο ή περισσότερων νημάτων, με σκοπό την κατασκευή μίας πολύ ανθεκτικής κλωστής. Η κλωστή που λαμβάνεται με αυτόν τον τρόπο διέρχεται για ακόμη μια φορά από τη διαδικασία της εκτύλιξης, συλλέγεται σε πηνία και συσκευάζεται σε κουβάρια. Τα υπολείμματα της κατεργασίας (ελαττωματικά κουκούλια, υπολείμματα νηματοποίησης, κλπ.) υποβάλλονται σε σειρά επεξεργασιών για να γίνουν κλωστές, βάτες κλπ. Την πρώτη θέση στην παγκόσμια παραγωγή ακατέργαστου μεταξιού κατέχει η Ιαπωνία και τη δεύτερη η Κίνα. Στη συνέχεια ακολουθούν, κατά σειρά προτεραιότητας η Νότια Κορέα, η Ρωσία, η Ινδία, η Βόρεια Κορέα, η Βραζιλία, η Βουλγαρία, το Ιράν, η Ιταλία και η Ελλάδα. Εκτός από το αυθεντικό μ. υπάρχουν και άλλες ίνες στις οποίες έχει δοθεί η ίδια ονομασία· σε αυτές συγκαταλέγονται η ζωικής προέλευσης ίνα που εξάγεται από τα κουκούλια της Antherea pernyi και της Antherea mylitta, το φυτικό μ., που παράγεται από ίνες διάφορων φυτών που ανήκουν στις οικογένειες των ασκληπιαδιδών και των αποκυνιδών και τέλος, το τεχνητό μ., όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται πολύ συχνά το ρεγιόν. Αίθουσα μασουρίσματος σε σύγχρονο μεταξουργείο. Στο μασούρισμα, το μετάξι ξετυλίγεται από τα κουβάρια και μεταφέρεται σε μασούρια. Η προπαρασκευαστική αυτή εργασία γίνεται για να διευκολυνθούν οι επόμενες.
* * *
το (Α μετάξιον, Μ μετάξι και μετάξιν)
νεοελλ.
1. βιολ. ιξώδης ουσία μεγάλης αντοχής που εκκρίνεται από τις αράχνες και ορισμένα έντομα και ιδίως από λεπιδόπτερα, γνωστότερο από τα οποία είναι ο μεταξοσκώληκας
2. φρ. «μετάξι τής κουρούνας» — το φυτό επίθυμο
νεοελλ.-μσν.
1. η μέταξα
2. μεταξωτό νήμα
3. ύφασμα από μετάξι
4. φρ. «μαλλιά μετάξι» — απαλά και λαμπερά μαλλιά
αρχ.
υποκορ. τού μέταξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετάξ-ιον, υποκορ. τού μέταξα*.
ΠΑΡ. μσν. μεταξιατικόν
μσν.- νεοελλ.
μεταξένιος
νεοελλ.
μεταξάς, μετάξινος.
ΣΥΝΘ. μσν. μεταξοποιός, μεταξοσφικτουράτος, μεταξοχρυσοΰφαντος
νεοελλ.
μεταξοβάμβακας, μεταξοβιομήχανος, μεταξοειδής, μεταξοκλωστικός, μεταξονηματουργία, μεταξοπαραγωγή, μεταξότριχα, μεταξουργός, μεταξοΰφαντος, μεταξοϋφαντουργός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μετάξι — το ιού 1. κλωστική ύλη που λαμβάνεται από τα κουκούλια του μεταξοσκώληκα. 2. το νήμα που κατασκευάζεται από μετάξι: Είναι κεντημένο με μετάξι. 3. «τεχνητό μετάξι», νήμα που παράγεται βιομηχανικά από παράγωγα της κυτταρίνης και μοιάζει με φυσικό… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεταξοσκώληκας — Κοινή ονομασία της προνύμφης του λεπιδόπτερου εντόμου Bombyx ή Sericaria mori, της οικογένειας των βομβυκιδών, η οποία παράγει το μετάξι. Ο μ. έχει επίμηκες σώμα και τρέφεται αποκλειστικά με φυτά μουριάς. Η προνύμφη αυτή υφίσταται τέσσερις… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • αιγειομέταξος — αἰγειομέταξος, ον (Μ) ο κατασκευασμένος από μαλλί κατσίκας μαλακό και στιλπνό, που μοιάζει με μετάξι, ή από μαλλί και μετάξι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίθετο αἴγειος* + ουσ. μετάξι] …   Dictionary of Greek

  • μεταξένιος — α, ο (Μ μεταξένιος, α, ον) [μετάξι] 1. αυτός που είναι φτειαγμένος από μετάξι, μετάξινος, μεταξωτός 2. αυτός που μοιάζει με μετάξι ή έχει υφή μεταξιού, τρυφερός, απαλός και λείος («μεταξένια μαλλιά») …   Dictionary of Greek

  • μεταξοΰφαντος — η, ο 1. αυτός που έχει υφανθεί από μετάξι, ο μεταξωτός 2. αυτός που μοιάζει με ύφασμα από μετάξι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετάξι + υφαντός. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Π. Γεννάδιο] …   Dictionary of Greek

  • σήρ — ηρός, ὁ, Α 1. μεταξοσκώληκας 2. μετάξι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. από το κινεζ. se «μετάξι». Ο τ. σήρ με σημ. «μεταξοσκώληκας» είναι υποχωρητικό παράγωγο τού τ. σήρ «μετάξι». Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. Sērēs,… …   Dictionary of Greek

  • σετακρούτα — και σαντακρούτα και σατακρούτα, η, Ν είδος υφάσματος από ακατέργαστο υποκίτρινο μετάξι που χρησιμοποιείται σε ανδρικά και γυναικεία ενδύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. seta cruda «ωμό, ακατέργαστο μετάξι» (< seta «μετάξι» και crudo «ωμός,… …   Dictionary of Greek

  • μεταξένιος, -ια, -ιο — 1. αυτός που είναι φτιαγμένος από μετάξι: Μεταξένιο ρούχο. 2. μτφ., αυτός που μοιάζει με μετάξι ή είναι μαλακός σαν μετάξι: Μεταξένιο δέρμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”